- φυλλῶδες
- φυλλώδηςlike leavesmasc/fem voc sgφυλλώδηςlike leavesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περλίτης — Πέτρωμα που χαρακτηρίζεται όχι τόσο από τη χημική ή ορυκτολογική του σύσταση, όσο από τη δομή του κατά «μικρές σφαίρες» (πέρλες): η δομή του αυτή οφείλεται στη συστολή, λόγω ψύξης, όταν ακόμα η μάζα του είναι σε κατάσταση τήξης έτσι σχηματίστηκαν … Dictionary of Greek
φυλλονίτης — ο, Ν (πετρογρ.) φυλλώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα που σχηματίζεται με δυναμομεταμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllonite < phyll(ite) (βλ. φυλλίτης) + (myl)onite (βλ. μυλονίτης)] … Dictionary of Greek
Χίπε — Θεός των Αζτέκων, που συνδέθηκε με τις ανθρωποθυσίες που έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με το γδάρσιμο του θύματος (X. = Γδαρμένος), το δέρμα του οποίου φορούσαν οι ιερείς ή αυτοί που το είχαν συλλάβει και που, μεταμφιεσμένοι κατ’ αυτόν τον τρόπο,… … Dictionary of Greek